θρασυνθῆναι

θρασυνθῆναι
θρασύνω
embolden
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”